ακατατρόπωτος

ακατατρόπωτος
-η, -ο
αυτός που δεν κατατροπώθηκε, δε νικήθηκε: Ο στρατός του Αννίβα, μ' όλη τη γενναιότητα που είχε δείξει, δεν έμεινε τελικά ακατατρόπωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακατατρόπωτος — η, ο [κατατροπώνω] εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατατροπωθεί, να υποστεί συντριπτική ήττα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”